κιβωτοποιος

κιβωτοποιος
    κιβωτοποιός
    κῑβωτο-ποιός
    ὅ ящичный мастер Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κιβωτοποιος" в других словарях:

  • κιβωτοποιός — κιβωτοποιός, όν (Α) αυτός που κατασκευάζει κιβωτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιβωτός + ποιος (< ποιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • κιβωτοποιός — maker of chests masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβωτοποιῶν — κιβωτοποιός maker of chests masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιβωτός — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 708 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Κοζάνης, 21 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλεωτών. II Ακατοίκητη νησίδα στον Αργοσαρωνικό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»